- ἀντιθετικῶν
- ἀντιθετικῶνἀντιθετικόςsetting in opposition: fem gen plἀντιθετικόςsetting in opposition: masc /neut gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀντιθετικῶν — ἀντιθετικός setting in opposition fem gen pl ἀντιθετικός setting in opposition masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… … Dictionary of Greek